Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παθαίνω συμφορά

  • 1 попадать

    попадать, попасть 1) (очутиться) πέφτω, βρίσκομαι· как попасть на вокзал? πώς μπορώ να βγω στο\ σταθμό; 2) (в цель) πετυχαίνω ◇ \попадать в беду παθαίνω συμφορά
    * * *
    = попасть
    1) ( очутиться) πέφτω, βρίσκομαι

    как попа́сть на вокза́л? — πώς μπορώ να βγω στο σταθμό

    2) ( в цель) πετυχαίνω
    ••

    попада́ть в беду́ — παθαίνω συμφορά

    Русско-греческий словарь > попадать

  • 2 попадать

    попада||ть
    несов
    1. (в цель и т. п.) πετυχαίνω, πέφτω, βρίσκω·
    2. (очутиться где-л., тж. оказаться в каком-л. положении) πέφτω, βρίσκομαι:
    \попадать в незнакомое место βρίσκομαι σέ ἄγνωστο τόπο· \попадать в засаду πέφτω σέ ἐνέδρα· \попадать в беду́ παθαίνω συμφορά· \попадать в плеи πιάνομαι αίχμάλωτος· \попадать под суд διώκομαι δικαστικώς, δικάζομαι· \попадать под автомобиль μέ πατάει τό αὐτοκίνητο· \попадать под дождь μέ πιάνει ἡ βροχή·
    3. (проникать, оказываться где-л.) μπαίνω, φτάνω·
    4. (на работу, в школу и т. п.) γίνομαι δεκτός· ◊ \попадать впросак κάνω γκάφα, παθαίνω γκάφα[ν]· ему́ часто \попадатьет от отца а) τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τόν πατέρα του, б) συχνά τρώει ξύλο ἀπό τόν πατέρα του (о побоях).

    Русско-новогреческий словарь > попадать

  • 3 беда

    бед||а́
    ж ἡ δυστυχία, τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα, ἡ συμφορά:
    \беда в том, что...то κακό εἶναι ὀτι...; наделать бед τά κάνω μούσκεμα, τά κάνω ρόϊδο; попасть в \бедау παθαίνω συμφορά; ◊ не \беда δέν χάλασε ὁ κόσμος, δέν εἶναι τρομερό; на \бедау́ κατά κακή τύχη; мне с ним \беда ἔχω βρεί τό μπελά μου μαζύ του.

    Русско-новогреческий словарь > беда

  • 4 засыпаться

    -плюсь, -плешься, προστκ. засыпься
    ρ.σ.
    (απλ.) πιάνομαι ως ένοχος, αποδείχνομαι ένοχος• παθαίνω συμφορά. || αποτυναίνω στις εξετάσεις.
    ρ.δ.
    βλ. засыпаться.
    ρ.δ.
    βλ. заспаться.

    Большой русско-греческий словарь > засыпаться

  • 5 беда

    -ы, πλθ. беды θ.
    1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•

    выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•

    помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•

    непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•

    попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•

    утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.

    2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•

    беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•

    беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.

    || (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•

    это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.

    3. πάρα πολύς, πληθώρα•

    людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•

    хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.

    εκφρ.
    - как – πάρα πολύ•
    на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•
    что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•
    то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού.

    Большой русско-греческий словарь > беда

См. также в других словарях:

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»